- χειῇ
- χειάholefem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειή — ἡ, Α ιων. τ. βλ. χειά … Dictionary of Greek
χειή — χειά hole fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
жучина — раковина или выбоина в ч. л. , вост. русск. (Даль). Родство с лат. fоvеа яма , греч. χειή, χεεία дыра, яма (Горяев, ЭС 112) не является невозможным, поскольку последние возводят к *gheu̯ei̯ā, *ghou̯ei̯ā; см. Вальде–Гофм. I, 538; Преобр. I, 239.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
οχεά — ὀχεά, ιων. τ. όχεή, συνηρ. τ. ὀχή, ἡ (Α) οπή, σπήλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνητός όρος τής ελληνιστικής εποχής, παρλλ. τού τ. χειή «οπή» (πρβλ. ὀκρυόεις*: κρυόεις)] … Dictionary of Greek
χειά — και ιων. τ. χειή και επικ. τ. χέεια, ἡ, Α 1. τρύπα, φωλιά ζώου και, κυρίως, φιδιού 2. φρ. «ἥβαν οὐκ ἄπειρον καλῶν ἐδάμασεν ὑπὸ χειᾷ» μτφ. δεν έθαψε τη νιότη του (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. χειά, τόσο με τη λ.… … Dictionary of Greek
gheu̯ei̯ā (ĝheu̯ei̯ā) — gheu̯ei̯ā (ĝheu̯ei̯ā) English meaning: pit, hollow Deutsche Übersetzung: “Grube, Höhle”? Note: Only Gk. and Lat. Material: Gk. χειά, Hom. χειή “cave, hiding place, nook, bolt hole” = Lat. fovea “ pothole, cave a small pit,… … Proto-Indo-European etymological dictionary